el_unicornio_y_el_delirio_ebook.jpg

El unicornio y el delirio

Primera edición, 2019,

del original Ο μονόκερως και η ψύχωση publicado en 2012

© Anguelikí Koré 2019

De la traducción:

Mario Domínguez Parra

Diseño de portada:

© Sandra Delgado

© Editorial Ménades, 2019

www.menadeseditorial.com

ISBN: 978-84-120458-3-3

en colaboración con

El unicornio y el delirio

Ο μονοκερως και η ψυχωση

Anguelikí Koré

Traducción:

Mario Domínguez Parra

LA SEÑORA DE LAS ESPADAS

Quién es aquella que hablará de llanto y de muerte

De genocidio de bebés y del segundo bautizo de los héroes

Que se consumirá sobre los túmulos con los trazos de todas las uñas

De los cadáveres vivos que fueron enterrados allí bajo la piedra

Aunque sepa que ni el más horrendo castigo basta para quemar

Sus deshonras y su fatuidad por vivir como los animales en el barro

Por alimentarse con las manzanas podridas y los restos de los aldeanos

Que sus mujeres, desesperadas por tantos partos,

Rasgaron sus matrices y se las dieron a comer a los cerdos ciegos de la ciudad

Así se traiciona la procedencia, sobre el dolor y la humillación

Del ahora y del mañana. El nombre, la sangre, la tierra no tienen valor

Sino para que una niña virginal abra las piernas frente a la matrona del tiempo

Y lance desde su centro como torpedos los siguientes niños robustos.

Los centros del mundo aparecen como clavos en su rostro

El de ella, el de la lavandera de mirada baja como la de la venerable prostituta

Cuyas manos arden por entre el vapor y el agua hirviendo para desollar

La escama del mal del hueso infinitamente blanco del joven limpio

Quién es aquella que hincará sus pechos florete en las bocas verdes

De los toyol del tiempo y los ahogará con la leche inocente en vez de con la sangre

Por qué no son un manantial sus pechos, para que cualquiera desee su sangre

Y luego sin nubes lance su balde tras sus entrañas maternas

Con un espíritu indiferente y con una palabra de agradecimiento.

Inherentes a sus espadas la sangre del culpable y la sangre del inocente

De tiempo en tiempo un carro enviado por el estado reúne

Los cadáveres en las calles y avenidas acaudaladas

De los grandes centros y en las callejuelas oscuras de los fumadores de hachís

Las plazas abruptas donde una pandilla de medio hombres y vírgenes

Se inclina sobre la momentánea ilusión como los insaciables desheredados

Sobre la cuna de un bebé. Aquella es la que ambicionará

La más dura miga de los desechos de los saturados. Nada más.

Ten cuidado con lo que quemas, lágrima lívida, que caes sobre la muleta rota

Del inválido en un cuello y en dos pies tirados sobre la silla incómoda

Qué infeliz esta persona, que ve su ropa sucia, su orina

Su hambre, su sed, su debilitada necesidad de diversión

Pasar por las manos de un displicente compañero solo por pena.

El veneno lo succionó y ahora alguien tiene que succionar el veneno

Pero en lugar de ello un efímero amigo succiona el embrión del quid pro quo

Oh esta amada víscera no está lista todavía, déjamela

Para que madure en mi vientre. Aquella es la que me dejará

Una botella llena como la del lechero por fuera de mi marmórea puerta.

Nadie me comprende, sin embargo, basta con que preguntéis a uno de todos aquellos

Pequeños tísicos, para los que arranqué y escurrí

Mi corazón, para limpiar la sangre fluvial de sus bocas.

Pedimos amor y pedimos justicia, pero todo lo que pedimos en ideas

En pensamientos irreales y en insulsas acciones y otros derroches

Se encuentra en la vida en ciernes que brinca en mí y susurrante ríe

En la música del junco en verano y en la luz del limpio limón

En el olor del papel fresco y la página sin cortar.

Oh muertes que a los costados rotos no habéis llegado aún

Las buenas, fuertes bebidas en una casa hospitalaria nunca se terminan

Y tampoco la carne se termina; la liberal carne, la sacra carne

Esparcid flores para el ayer como si fuese adorado pero muerto

Como si fuera un difunto glorioso. Piso sobre su tumba y enciendo una llama

Y quemo incienso; ¿y cuál es su esencia? Los ahoras mueren como los efebos

Que sin querer obedecieron a la sirena lucrativa de una batalla.

¿Ha derramado alguien una lágrima por ellos? Decido

Sufrir yo cada día en vez de ellos. Tomar en mi pecho

A niños sin amamantar, amargos. A aquellos que solicitan misericordia

Y tengo en los bolsillos solo las inmaculadas piedades de mi pobreza.

Decido dar las riendas de mi raza a los locos y a los ebrios

A la única dignidad lógica y, puesto que corto con los dientes

La gorda enfermedad bañada en oro del cuello del pueblo llano, escupirla.

La languidez es el único intrigante y tirano que tiene la culpa.

La felicidad que con locuras y gritos nadie pide

Se parece al deseo de una pena de muerte anodina

Que en silencio duerme en el corazón de un presidiario.

En el agua sucia que se vaciará y en el agua nueva que vendrá

Saciará su sed aquel que no entendía su sed

Basta con que venga el agua nueva. Y que sea helada y a la vez quemante. Cual espada.

Η ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΣΠΑΘΙΩΝ

Ποια είναι εκείνη που θα μιλήσει για σπαραγμό και για θάνατο,

Για την γενοκτονία των μωρών και για το δεύτερο βάπτισμα των ηρώων

Που θα πλαντάξει πάνω στους τύμβους με τις χαρακιές των νυχιών όλων

Των ζωντανών κουφαριών που θάφτηκαν εκεί κάτω από την πέτρα

Αν και γνωρίζει πως ούτε η πιο φριχτή τιμωρία δεν αρκεί για να κάψει

Τις ατιμίες τους και την ανουσιότητα του να ζουν όπως τα ζώα στη λάσπη

Να τρέφονται με τα σάπια μήλα και τ’ αποφάγια των χωρικών

Που οι γυναίκες τους, απεγνωσμένες απ’ τα πολλά γεννοβολήματα,

Σκίσαν’ τις μήτρες τους και τις τάισαν στα τυφλά γουρούνια της πόλης

Έτσι προδίδεται η καταγωγή, για τον πόνο και για την ταπείνωση

Του τώρα ή του αύριο. Δεν έχει αξία το όνομα, το αίμα, το χώμα

Αλλά ν’ ανοίξει ένα παρθενικό παιδί τα πόδια του μπροστά στη μαία του χρόνου

Και να πετάξει απ’ το μέσον τους σαν τορπίλες τα επόμενα ρωμαλέα παιδιά.

Τα κέντρα του κόσμου ξεπροβάλλουν ως καρφιά από το πρόσωπό της

Αυτής, της πλύστρας με το χαμηλό βλέμμα σαν της πάνσεπτης πόρνης

Που καίει τα χέρια της μες στον ατμό και το βρασμένο νερό για να γδάρει

Το λέπι του κακού από τ’ απέραντα άσπρο κόκαλο του καθαρού νέου

Ποια είναι εκείνη που θα μπήξει τα ξίφη τα στήθη της στα πράσινα στόματα

Των τογιόλ του καιρού και θα τα πνίξει με το αγνό γάλα της αντί για το αίμα

Γιατί δεν είναι πηγάδια τα στήθη της, να τραβά ο καθένας το αίμα του

Κι έπειτα ανέφελος να ρίχνει τον κουβά του πίσω στο μητρικό της σωθικό

Με ένα νεύμα αδιάφορο και με μια ευχαριστήρια λέξη.

Σύμφυτα στα σπαθιά της το αίμα του ένοχου και το αίμα του αθώου

Από καιρό σε καιρό ένα κάρο σταλμένο απ’ το κράτος μαζεύει

Τα πτώματα στους δρόμους, και στις λεωφόρους τις βαθύπλουτες

Των μεγάλων κέντρων και στα σκοτεινά σοκάκια των χασισοποτών,

Τις απόκρημνες πλατείες όπου μια παρέα μισών ανδρών και παρθένων

Σκύβει επάνω από τη στιγμιαία ονειροπόληση όπως οι λαίμαργοι άκληροι

Πάνω απ’ την κούνια ενός βρέφους. Εκείνη είναι αυτή που θα ορέγεται

Την σκληρότερη ψίχα από τ’ απορρίμματα των κορεσμένων. Τίποτε άλλο.

Πρόσεχε τι θα κάψεις δάκρυ μελανό, που πέφτεις πάνω στο σπασμένο δεκανίκι

Του αναπήρου σ’ ένα λαιμό και σε δυο πόδια ριγμένα στην άβολη καρέκλα

Τι δύστυχος ο άνθρωπος αυτός, που βλέπει το βρώμικο ρούχο του, τα ούρα του

Την πείνα του, τη δίψα του, την αδυνατισμένη του ανάγκη για διασκέδαση

Να περνούν μέσα απ’ τα χέρια ενός δύστροπου συντρόφου μόνο από λύπηση.

Το δηλητήριο τον ρούφηξε και τώρα κάποιος πρέπει να ρουφήξει το δηλητήριο

Μ’ αντί γι’ αυτό ρουφά ένας εφήμερος φίλος το έμβρυο της αντίχαρης

Ω αυτό το αγαπημένο σπλάχνο δεν έχει ακόμα ετοιμαστεί, άφησέ το μου

Μες στην κοιλιά μου να ωριμάσει. Εκείνη είναι αυτή που θα μου αφήσει

Ένα μπουκάλι γεμάτο σαν του γαλατά έξω από την μαρμάρινη την πόρτα μου.

Κανείς δεν με καταλαβαίνει, όμως αρκεί να ρωτήσετε έναν απ’ όλους εκείνους

Τους μικρούς φυματικούς, για τους οποίους ξερίζωσα την καρδιά μου

Και τη στράγγιξα, για να σκουπίσω το ποταμίσιο αίμα από το στόμα τους.

Ζητάμε αγάπη και ζητάμε δικαιοσύνη, μα όλα όσα ζητήσαμε σ’ ιδέες

Και σκέψεις ανυπόστατες κι ανούσιες πράξεις κι άλλες σπατάλες

Βρίσκονται στην ασχημάτιστη ζωή που σκιρτά μέσα μου και κελαρυστά γελάει

Στη μουσική της καλαμιάς το καλοκαίρι και στο φως του καθάριου λεμονιού

Στο άρωμα του φρέσκου χαρτιού και της άκοπης σελίδας.

Ω θάνατοι που στα τσακισμένα πλευρά δεν έχετε ακόμη φτάσει

Τα καλά, βαριά ποτά σ’ ένα φιλόξενο σπίτι ποτέ δεν τελειώνουν

Ούτε κι η σάρκα τελειώνει · η ελευθέρια σάρκα, η άγια σάρκα

Απλώστε άνθη στο χτες σα να ‘ταν λατρευτό μα πεθαμένο

Σα να ‘ταν ένας ένδοξος νεκρός. Πατώ στον τάφο του κι ανάβω μια φλόγα

Και καίω λιβάνι · και ποια η ουσία του; Τα σήμερα πεθαίνουν σαν τους εφήβους

Που αθέλητα υπάκουσαν στην κερδοσκόπο σειρήνα μιας μάχης.

Έχει κανείς ρίξει γι’ αυτούς ένα δάκρυ; Αποφασίζω

Να πονάω εγώ αντί γι’ αυτούς κάθε μέρα. Να πάρω στο στέρνο μου

Αθήλαστα, πικραμένα παιδιά. Αυτούς που ζητούν ελεημοσύνη

Κι έχω στις τσέπες μου μονάχα τα άμωμα ελέη της φτώχειας μου.

Αποφασίζω να δώσω τα ηνία της φυλής μου στους τρελούς και στους μέθυσους

Στη μόνη άξια λογική κι αφού κόψω με τα δόντια μου

Την παχιά, επίχρυση αρρώστια απ’ το λαιμό του απλού λαού, να τη φτύσω.

Η χαύνωση είναι ο μόνος συνωμότης και τύραννος που φταίει.

Η ευτυχία που με μανίες και κραυγές κανείς αναζητά

Μοιάζει στον πόθο μιας ανώδυνης θανατικής ποινής

Που σιωπηλά κοιμάται στην καρδιά ενός φυλακισμένου.

Από το βρώμικο νερό που θ’ αδειάσει κι από το νέο νερό που θα ‘ρθει

Θα ξεδιψάσει κι αυτός που δεν καταλάβαινε τη δίψα του

Αρκεί να έρθει το νέο νερό. Και να ‘ναι ψυχρό και συνάμα καυτό. Σα σπαθί.

LAS HIJAS DE LICAÓN

La dignidad se aja a mi alrededor, en el espinoso invierno

De las compañías que la asedia. La flor de la muchacha

El viento del hombre, la frente febril del último día que enferma.

Desnudas sobre la desnuda nieve danzan las últimas personas del sol

Todos los minutos del silencio que no se contuvieron elevan un tiempo leproso

Para respirar tras la máscara argéntea de lo justo.

Brindemos por el eudemonismo de la degradación y por el martirio

Por la muerte que ondeó humilde en el cuerpo y cuyo crepitar nos resucitó

Despojados como estábamos de la limpia e irreconocible respiración del fraude

Porque por ella el fruto más deseable tuvo éxito para nosotros.

Con rabia golpeo los tamboriles para que no se oigan los gritos del sacrificio

En los flujos de las infortunadas mujeres robo los murmullos del aire

Uno para el padre, para la esposa, uno para el desconocido o el amigo

Potente como la sangre escupió su habla, sin padecer siquiera de ira

O de vergüenza, tan mortuoria era la calma que pedía.

Pedía solo calma y silencio y un palmo de inocencia para reposar

Las últimas zarzas de sus vísceras.

Cuando la roja mofeta, atrapada en estas zarzas, huye

Desgarrada por las ásperas ramas del dolor antepone sus dientes de leche.

Otro hombre, en alguna otra parte, inocente, fuma y bebe sereno y piensa

Que su propia mujer inocente, cansada de su hijo, tendrá el período

Y que no tendrá a su lado una mano; esto es tristeza. Todo lo demás es pena

La tristeza siempre es por algo inocente y en algo inocente desemboca, no en el miedo

De las calles pervertidas y de los desiertos, o en la paranoia de la debilidad

Que te desarma mucho más en la idea que en el cuerpo por la certidumbre

De que solo dios y el tiempo, nada más, son capaces de masacrarte.

Aquí todo es violento, incluso entre los chiquillos de Gabrovo

Que agarrados con fuerza al pubis de la madre lloriquean

Y ojalá no sientan todavía el ansia y el vigor

Y ojalá no reclamen además con violencia la carne, sino que un día de fiesta

Corten la suya sobre la piedra y las ramas bajas del juego.

Unos ríen y otros lloran, de pie, encorvados, obscenas sus celebraciones

Regresan cada noche al embrutecimiento. Nadie sabe

Por qué beben tanto y por qué incluso se emborrachan y cuando no están tristes

Por qué el abundante fracaso disminuye las espadas en mano

Y sus soles y sus estrellas; y la hipocresía

De que somos todos legales, educados, generosos e inocentes, sin excepción

Llegará el día en que nos descuarticemos, pero la verdadera muerte

No se nos permitirá excepto al caernos, calcinados por nuestro propio ser,

De rodillas tiernamente implorando una matanza.

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΛΥΚΑΩΝΑ

Η αξιοπρέπεια μαραίνεται γύρω μου, μες στον ακάνθινο χειμώνα

Των συναναστροφών που την περιζώνει. Το λουλούδι του κοριτσιού

Ο αγέρας του άνδρα, το εμπύρετο μέτωπο της τελευταίας μέρας που αρρωσταίνει.

Γυμνοί στο γυμνό χιόνι χορεύουν οι τελευταίοι άνθρωποι του ήλιου

Όλα τα λεπτά της σιγής που δεν κρατήθηκαν, υφαίνουν ένα χρόνο λεπρό

Πίσω από την αργυρή μάσκα του δίκαιου ν’ αναπνέει.

Ας πιούμε στην ευδαιμονία της εξαθλίωσης και στην καταδίκη

Στο θάνατο που ανέμισε ταπεινά στο κορμί και το θρόισμά του μας αναγέννησε

Στερημένοι καθώς ήμασταν της καθαρής κι άγνωρης πνοής της εξαπάτησης

Κι απ’ αυτόν ευοδώθηκε για ‘μας το πιο ποθητό φρούτο.

Με μανία χτυπώ τα τύμπανα για να μην ακουστούν οι κραυγές της θυσίας

Μες στις ροές των ατιμασμένων γυναικών κλέβω απ’ τον αέρα ψιθυρίσματα

Άλλη για τον πατέρα, για το σύζυγο, άλλη για τον άγνωστο ή το φίλο

Βαρύ σαν αίμα έφτυνε το μίλημά της, χωρίς να πάσχει ούτε από οργή

Ή από ντροπή ακόμα, τόσο νεκρωτική ήταν η ηρεμία που ζητούσε.

Μόνο ηρεμία ζητούσε και σιωπή και μια πιθαμή αγνότητας ν’ αναπαύσει

Τα τελευταία βάτα από τα σπλάχνα της.

Σ’ αυτά τα βάτα παγιδευμένο κόκκινο κουνάβι, σαν δραπετεύει

Σκισμένο απ’ τα τραχιά κλαδιά του πόνου προτάσσει τα παιδικά του δόντια.

Ένας άλλος άνδρας, κάπου αλλού, αγνός, καπνίζει και πίνει γαλήνια και σκέφτεται

Τη δική του αγνή γυναίκα, κουρασμένη από τον γιο του, να ‘ναι στο μήνα της

Και να μην έχει δίπλα της ένα χέρι · αυτό είναι θλίψη. Όλα τα άλλα είναιοδύνη

Η θλίψη είναι πάντα από κάτι αγνό και σε κάτι αγνό εκβάλλει, όχι στο φόβο

Των διεστραμμένων δρόμων και των ερημιών, ή στην παράνοια της αδυναμίας

Που στην ιδέα πιο πολύ παρά στο σώμα σε αφοπλίζει απ’ την πεποίθηση

Πως μόνο ο θεός και ο χρόνος, τίποτε άλλο δεν είναι ικανό να σε κρεουργήσει.

Τα πάντα είναι βίαια εδώ πέρα, ακόμη και μες στα μικρά αγόρια στο Γκάμπροβο

Που γερά κρατημένα απ’ το εφηβαίο της μάνας τους σιγοκλαίνε

Κι ας μην νιώθουν ακόμη τον πόθο και την ορμή

Κι ας μην αναζητούν ακόμη με βία τη σάρκα, αλλά μια μέρα αργίας

Να κόψουν τη δική τους πάνω στην πέτρα και στα χαμόκλαδα του παιχνιδιού.

Άλλοι γελάνε και άλλοι κλαίνε, σκυφτοί και στα δυο, πρόστυχα οι γιορτές τους

Επιστρέφουν κάθε βραδιά στην αποκτήνωση. Κανείς δεν ξέρει

Γιατί πίνουν τόσο πολύ και γιατί μεθάνε ακόμη κι όταν δεν είναι λυπημένοι

Τα σπαθιά του χεριού και τους ήλιους του και τ’ αστέρια του

Να τα λιγώνει η πολλή αποτυχία · και η υποκρισία

Πως είμαστε όλοι έννομοι, ευγενείς, γενναιόδωροι κι αγνοί, δίχως εξαίρεση

Θα ‘ρθει μια μέρα να μας κατασπαράξει, αλλά ο πραγματικός θάνατος

Δε θα μας επιτραπεί παρά μονάχα σαν πέσουμε, χωνεμένοι απ’ τον εαυτό μας,

Στα χλωρά πόδια του εκλιπαρώντας για μια σφαγή.